-
1 ΑἼΘω
ΑἼΘω, nur praes. u. impf., brennen, Hom. αἰϑομένας δαΐδας Od. 1, 428. 434. 7, 101, λαμπτῆρσι αἰϑομένοισιν Od. 18, 343, αἰϑόμενον δαλόν Iliad. 13, 320, αἰϑομένοις ἱεροῖσιν Iliad. 11, 775 Od. 12, 362, ἄστεος αἰϑομένοιο Iliad. 21, 523, πυρὸς αἰϑομένοιο Iliad. 6, 182. 8, 563. 10, 246. 11, 596. 13, 673. 14, 396. 16, 81. 18, 1. 22, 150 Od. 11, 220. 19, 39. 20, 25, πυρὸς αἰϑομένου Iliad. 22, 135, αἰϑόμενον πῠρ Iliad. 16, 293. Aristarch behauptete, daß in der Verbdg mit πῦρ die passive (mediale) Form αἰϑόμενος activen Sinn habe, Aristonic. Iliad. 16, 81 πυρὸς αἰϑομένοιο: ἡ διπλῆ, ὅτι παϑητικὸν ἀντὶ ἐνεργητικοῠ, αἰϑομένοιο ἀντὶ τοῦ αἴϑοντος, vgl. Friedlaend. Ariston. 2 f. – Act., αἴϑειν πῠρ Her. 4, 145; – Aesch. Ag. 1410, δαλόν Ch. 599; ἱερά Soph. Phil. 1022; λαμπάδας Rhes. 95; – σέλας Rhian. 4 (XII, 93); – λαμπτῆρες οὐκέτ' ᾖϑον, sie brannten nicht mehr, Soph. Ai. 279; – φλὸξ αἴϑουσα Pind. Ol. 7, 48. – Pass., αἰϑόμενον πῠρ Pind. Ol. 1, 1; πεύκης σίλας αἴϑεται Eur. Tr. 2984 πᾶσα ἡ χώρα αἴϑεσϑαι ἐδόκει, schien in Flammen zu stehen, Xen. An. 6. 3, 19. Uebertr. ἔρωτι αἴϑεσϑαι Xen. Cyr. 5, 1, 15; Theocr. 7, 102; Ap. Rh. δίψαν αἰϑομένην 4, 1418, τραύματος αἰϑομένοιο 4, 600.
См. также в других словарях:
δαλός — δαλός, ο (Α) 1. κομμάτι φλεγόμενου ξύλου, δαυλός 2. πυρσός 3. κεραυνός («ὅτε μὴ αὐτός γε Κρονίων ἐμβάλοι αἰθόμενον δαλὸν νήεσσι θοῇσιν») 4. είδος μετεώρου 5. (για ηλικιωμένους) καμένος πυρσός, εξαντλημένος γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαF ελός <… … Dictionary of Greek